- οικογένεια
- Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.
Αμφισβητούμενη είναι η καταγωγή της ο., που συνδέεται από παράδοση με τις θρησκευτικές αντιλήψεις των διαφόρων λαών. Η ιστορικο-κοινωνιολογική μελέτη της εξέλιξής της εγκαινιάζεται μόλις στο β’ μισό του 19ου αι., όταν άρχισε και η εθνογραφική αναγνώριση των άγριων λαών και των πρωτόγονων κοινωνιών. θεμελιώδες για τη μελέτη της ο. θεωρείται το έτος 1861, κατά το οποίο ο Ελβετός ερευνητής Μπαχόφεν δημοσίευσε το έργο Η μητριαρχία (1861). Αν και στην αρχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, το έργο αυτό σήμανε την έναρξη μιας πλατιάς επιστημονικής συζήτησης που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα με τη συμμετοχή κοινωνιολόγων, ιστορικών και νομικών. Ο Μπαχόφεν υποστηρίζει ότι η αρχική σεξουαλική σχέση των φύλων είχε μορφή κοινογαμίας (εταιρισμός) και ότι από τη μητρική καταγωγή, που ήταν πιο εύκολο να διαπιστωθεί, προκύπτει διαδοχικά μια κοινότητα με μητρική διεύθυνση (γυναικοκρατία). Μόνο αργότερα, όταν σταθεροποιήθηκαν οι παραβιάσεις των θρησκευτικών επιταγών, συντελέστηκε η μονογαμική κατοχή της γυναίκας από τον άντρα και η αντροκρατία (πατριαρχική εξουσία). Αυτές οι θέσεις του Μπαχόφεν στηρίζονταν σε πολυάριθμες μαρτυρίες της παλαιότερης φιλολογίας και σε αναδιάρθρωση του αρχαίου θρησκευτικού πνεύματος. Κατά το 1865 ο νομικός Τζων Φέργκιουσον Μακ Λέναν κατέληξε, ανεξάρτητα, σε ανάλογα συμπεράσματα, μελετώντας την καταγωγή του γάμου με αρπαγή. Το 1871 ο Λιούις Χένρυ Μόργκαν επιβεβαίωσε τη μητριαρχική δομή της κοινωνίας των γενών. Στα συμπεράσματα αυτά των ερευνών προσετέθηκε το 1884 ο Φρήντριχ Ένγκελς, ο οποίος διατύπωσε την εξέλιξη της ο. με βάση την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. Η κατεύθυνση αυτή αμφισβητήθηκε αργότερα από τους οπαδούς της ιστορικοπολιτικής σχολής (Στάρκε, Ουέστερμακ, Σμιτ.) Άλλες συμβολές διάφορων κατευθύνσεων στην ιστορία της ο. υπήρξαν του Λε Πλαι, του Λεβύ-Μπρυλ, του Ντυρκέμ, του Κοβαλέφσκι, του Τένις, του Λεβί-Στρως, του Μηντ, καθώς και των μελετητών του ρωμαϊκού δικαίου.
Περισσότερο γνωστή, αν και όχι απαλλαγμένη από αμφισβητήσεις, είναι η εξέλιξη της ο. κατά τους ιστορικούς χρόνους, ιδιαίτερα η αναπτυξη του θεσμού με την επίδραση του ρωμαϊκού δικαίου. Στη Ρώμη η ο. (familia) ήταν στην αρχή ένας πυρήνας συγγενών και δούλων υπό την κοινή εξουσία (manus) του αρχηγού της ο. (paterfamilias), που ασκούσε ανάλογες εξουσίες πάνω σε όλους· στις εξουσίες αυτές περιλαμβανόταν και η πώληση και η θανάτωση. Η ρωμαϊκή ο. εμφανίζεται ωστόσο σαν ένας οργανισμός με έντονους πολιτικούς χαρακτήρες, κατά το μέτρο που περικλείει ένα είδος κυριαρχίας με την οποία αποκλείονταν οι οικογενειακές σχέσεις από την κρατική νομοθεσία. Διαδοχικά μεγάλωσε η αντίθεση μεταξύ του δεσμού της φυσικής συγγένειας και εκείνου της οικιακής εξάρτησης με προοδευτική ενίσχυση του πρώτου. Το τέλος της δουλείας τροποποίησε ριζικά την ο. που χαρακτηριζόταν όλο και περισσότερο από δεσμούς φυσικής συγγένειας, που απορρέανε από τον γάμο. Προοδευτικά, ειδικότερα με την επίδραση του χριστιανισμού, έγινε πιο έντονη η ατομική αυτονομία των μελών της ο., η οποία απέκτησε ισχυρή ενότητα, χάρη στην αντίληψη του γάμου ως μυστήριου και στην οργάνωση της οικιακής περιουσίας.
Η ο. των νεότερων χρόνων δέχεται την αρχή της προσωπικής αυτονομίας των μελών της και εδραιώνει τόσο τη φυσική προέλευση του οικογενειακού δεσμού όσο και τη μονογαμία. Για την προστασία αυτών των αρχών επεμβαίνει ολοένα και περισσότερο η νομοθεσία σύμφωνα με βλέψεις και κατευθύνσεις που ποικίλλουν ανάλογα με την πολιτική υφή του κράτους. Κοινές γενικές τάσεις του σύγχρονου δικαίου είναι: η αναγνώριση του πολιτικού γάμου (απαλλαγμένου από την επέμβαση της εκκλησιαστικής αρχής)· η βελτίωση της προστασίας των ηθικών και υλικών συμφερόντων της συζύγου και των τέκνων με πνεύμα νομικής ισότητας· η διευκόλυνση της αναγνώρισης των φυσικών τέκνων και της νομιμοποίησης· η ελαστικότητα της περιουσιακής οργάνωσης της οικογένειας. Περισσότερο αμφισβητούμενες είναι οι τάσεις αποδοχής λύσης του γάμου και του διαζύγιου με κοινή συναίνεση των συζύγων καθώς και της πλήρους εξίσωσης φυσικών και νόμιμων τέκνων.
Στην Ελλάδα, από τους αρχαίους ήδη χρόνους, η μονογαμική ο. θεωρήθηκε πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας και του έθνους. Με τη διάδοση του χριστιανισμού ο γάμος διαμορφώθηκε σε δισυπόστατο αστικό και ηθικοθρησκευτικό θεσμό και διαπλάστηκαν ανάλογα η εσωτερική δομή της ο. και οι αμοιβαίες υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μελών της. Αν και έγινε γενικά δεκτό ότι η απόκτηση τέκνων δεν αποτελεί σκοπό του γάμου, αναγνωρίζεται σήμερα ότι ο οικογενειακός βίος δεν εξαντλείται με τις περιουσιακές και λοιπές σχέσεις των συζύγων αλλά περιλαμβάνει ευρύτερο κύκλο προσώπων και σχέσεων, με ουσιαστικό περιεχόμενο την ηθική και βιολογική συνέχιση του είδους, και των οικογενιακών, γενικά δεσμών με βάση τη συγγένεια. Έτσι, από το Σύνταγμα, μαζί με την αναγνώριση του καθήκοντος προστασίας του γάμου, αναγνωρίζεται και το καθήκον της ολότητας για τις πολυμελείς ο., και από τότε περίπου, όπως και σε άλλες χώρες, η προστασία της ο. συνδέεται ολοένα και πιο στενά με τους θεσμούς του νεότερου εργατικού και κοινωνικού δικαίου, με επιπτώσεις στο δημόσιο δίκαιο (φορολογικές εκπτώσεις, στρατιωτικές απαλλαγές στους προστάτες οικογενειών κλπ.). Αλλά και στον στενότερο κύκλο του οικογενειακού δικαίου, ως κλάδου του αστικού, η ευρύτερη αλλά και ουσιαστικότερη και θετικότερη αντίληψη της ο. αντικατοπτρίζεται σε πολλές διατάξεις του A.K., στις οποίες διαγράφονται σύμφωνα με νεότερες αντιλήψεις, οι προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (άρθρ. 1386 επ.), η υποχρέωση διατροφής ανιόντων και κατιόντων ή μεταξύ αδελφών, οι λοιπές υποχρεώσεις των γονέων (επιμέλεια, παροχές κλπ.) και των τέκνων (υπηρεσίες), άρ. 1493 επ. A.K., ενώ, εξάλλου, η με ευρύτερη έννοια ο. αποτελεί τη βάση της διαμόρφωσης των θεσμών της κληρονομικής διαδοχής. Δεν αποτελεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, άρνηση, αλλά μάλλον διεύρυνση της έννοιας του συγγενικού και, έως ένα σημείο, και του οικογενειακού δεσμού, η ευρύτερη σχετικά αντίληψη που επικράτησε τελικά, για την εκούσια ή δικαστική αναγνώριση του εξώγαμου τέκνου καθώς και η νομιμοποίηση του, με μεταγενέστερο γάμο ή με δικαστική απόφαση. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων είναι ότι, με τη νομιμοποίηση, το εξώγαμο τέκνο παίρνει τη θέση γνήσιου απέναντι στους γονείς (με μεταγενέστερο γάμο) ή απέναντι στον πατέρα (δικαστική νομιμοποίηση), ενώ, με την αναγνώριση, η ένταξη του εξώγαμου στην ο. υπόκειται σε περιορισμούς. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η συγγένεια και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που γεννιούνται από αυτήν δεν στηρίζονται στη στενά τελετουργική και συμβατική αντίληψη του γάμου. Γίνεται ωστόσο προσπάθεια συγκερασμού των θεσμών, με σκοπό την παράλληλη προστασία του γάμου, αλλά και του παιδιού, ανεξάρτητα από τη στενά νομική ή ηθικοθρησκευτική έννοια του δεσμού του γάμου.
Παραδοσιακή οικογένεια γύρω στο 1930 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Μια τοπική οικογενειακή ομάδα του τέλους του 18ου αι., όπως την εικονίζει σε πίνακά του ο Αμερικανός ζωγράφος Τζων Σίνκλετον Κόπλεϋ.
* * *η (Α οἰκογένεια) [οικογενής]νεοελλ.1. σύνολο ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με φυσικούς και νομικούς δεσμούς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, το οποίο αποτελείται συνήθως από το ζεύγος, τα παιδιά ή και άλλους ανιόντες ή κατιόντες συγγενείς που διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη, συγκροτούν ενιαίο νοικοκυριό και αλληλεπιδρούν στις μεταξύ τους σχέσεις («με το δυστύχημα ξεκληρίστηκε ολόκληρη οικογένεια»)2. σύνολο ατόμων τα οποία έχουν μεν συγγενικές σχέσεις, αλλά δεν συγκατοικούν, σόι («το Πάσχα μαζεύεται όλη η οικογένεια στο χωριό»)3. σύνολο διαδοχικών γενεών που έχουν κοινή καταγωγή, γενιά («κατάγεται από την οικογένεια τών Κολοκοτρωναίων»)4. ομάδα ζώων, φυτών ή ορυκτών, που παρουσιάζουν κοινά γνωρίσματα5. ομάδα συγγενικών ή παρεμφερών εννοιών ή πραγμάτων (α. «οικογένεια τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών» β. «οικογένειες τυπογραφικών στοιχείων»)6. βιολ. ταξινομική υποδιαίρεση τής τάξης ή τής υπόταξης η οποία με τη σειρά της υποδιαιρείται σε γένη («η οικογένεια φυτών οναγρίδες ανήκει στην τάξη μυρτώδη»)7. φρ. α) «είναι από οικογένεια» ή «βαστάει από οικογένεια» ή «κρατάει από οικογένεια» — κατάγεται από ευυπόληπτο σπίτι, έχει ευγενική καταγωγήβ) «ραδιενεργός οικογένεια» — διαδοχή βαρέων ραδιενεργών νουκλιδίων καθένα από τα οποία μετατρέπεται στο επόμενο με ραδιενεργό διάσπαση άλφα ή βήτα ωσότου σχηματιστεί τελικά ένα σταθερό νουκλίδιοαρχ.1. πιστοποιητικό καταγωγής ενός οικογενούς2. η κατάσταση τού οικογενούς.
Dictionary of Greek. 2013.